βεβαιωτικός — confirmatory masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικός — ή, ό επίρρ. βεβαιωτικά 1. αυτός που επιβεβαιώνει, επικυρώνει κάτι: Οι πράξεις του είναι βεβαιωτικές των λόγων του. 2. καταφατικός: Βεβαιωτικά μόρια. – Βεβαιωτικά επιρρήματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βεβαιωτικά — βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc pl βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc/acc dual βεβαιωτικά̱ , βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικόν — βεβαιωτικός confirmatory masc acc sg βεβαιωτικός confirmatory neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικοί — βεβαιωτικός confirmatory masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῆς — βεβαιωτικός confirmatory fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτική — βεβαιωτικός confirmatory fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικήν — βεβαιωτικός confirmatory fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῶς — βεβαιωτικός confirmatory adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεβαιωτικῷ — βεβαιωτικός confirmatory masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)